Τα ψιλά γράμματα στις ασφάλειες
Πλείστοι από εμάς (όσοι έχουμε ιδιωτική ασφάλιση), έχουμε βρεθεί στη δυσάρεστη θέση, ενώ θεωρούμε εαυτούς ασφαλισμένους, όταν επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση να διαπιστώνουμε -με οδύνη και δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση- ότι, τελικά, δεν καλυπτόμαστε ασφαλιστικά ή/και η συγκεκριμένη ασφαλιστική περίπτωση υπάγεται στις «ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ». Αίφνης «δαιμονοποιούνται» οι όροι της ασφαλιστικής σύμβασης και το «ανάθεμα» πέφτει -αδυσώπητο- στα «ψιλά γράμματα» των ασφαλιστικών συμβάσεων.
Και, εύλογα, γεννάται το ερώτημα: «Υπάρχουν (ή θα έπρεπε να υπάρχουν) ΄΄ψιλά γράμματα΄΄ στις ασφαλιστικές συμβάσεις;»
Σύμφωνα με το άρθρο 1 §§1,2 του Ν. 2496/1997, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 287 παρ. 7 του Ν. 4364/2016: «Με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση, έναντι του συμβαλλομένου της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου, α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφ’ όσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α`, β`, γ` και δ` του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση).
Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει, τουλάχιστο: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1, δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών, ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.».
Η ασφαλιστική σύμβαση, συνήθως, διαρθρώνεται ως εξής: προηγείται η Γενική περιγραφή της Κάλυψης και οι καλύψεις, ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή της κάλυψης, οι Ειδικοί Όροι και τα Παραρτήματα και, τέλος, παρατίθενται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου.
Αυτό που παρατηρείται στις ασφαλιστικές συμβάσεις είναι ότι τα «ψιλά γράμματα», με την έννοια -τουλάχιστον- που τους έχουν δοθεί και έχουν επικρατήσει στις συναλλαγές, ήτοι αυτής των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ), που έχουμε συνηθίσει στις συμβάσεις παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, σύναψης δανείων κ.α.ο., δεν υφίστανται, πλην -ίσως- των όρων περί υπαναχώρησης, εναντίωσης, καταγγελίας κ.ο.κ.
Αυτού του είδους οι ΓΟΣ («ψιλά γράμματα»), αφορούν, κυρίως, σε προδιατυπωμένους όρους, οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας ή/και δεν τίθενται καν σε συζήτηση. Αποτελούν, κατ’ ουσίαν, συμβάσεις προσχώρησης και έτσι έχουν χαρακτηρισθεί στην συντριπτική πλειονότητά τους.
Αντιθέτως, οι όροι που φέρονται ως «ψιλά γράμματα» στη σύμβαση ασφάλισης είναι οι ουσιαστικοί όροι της σύμβασης, οι οποίοι καθορίζουν την ουσία και την έκταση αυτής, ρυθμίζουν την εφαρμογή της, διευκρινίζουν τις εξαιρέσεις, αποσαφηνίζουν και διακρίνουν τα όρια της ασφαλιστικής περίπτωσης και του ασφαλιστικού κινδύνου και γεγονότος και -εν γένει- ρυθμίζουν τη λειτουργία της σύμβασης και των καλύψεων.
Σε αντίθεση, επομένως, με ό,τι συμβαίνει στις λοιπές συμβάσεις, στην ασφαλιστική σύμβαση τα «ψιλά γράμματα» αποτελούν, δύνανται αλλά και επιβάλλεται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας επ’ αυτών, αιτία για την άρνηση σύναψής της.
Για το λόγο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας η εξαντλητική μελέτη των όρων αυτών και η συνδρομή ειδικού – αρμοδίου για την επεξήγηση όλων των σκοτεινών ή γκρίζων σημείων που, πιθανότατα, θα οδηγήσουν στο μέλλον σε διαφωνία ή/και σύγκρουση μεταξύ του ασφαλισμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας.
Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο, διαπιστώνεται και επιβεβαιώνεται η κομβική θέση που (οφείλει να) έχει ο ασφαλιστικός σύμβουλος στη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος οφείλει να λειτουργήσει υπεράνω του «στενού συμφέροντός» του, (ήτοι της υποχρέωσής του να «επιτύχει» την υπογραφή της ασφαλιστικής σύμβασης) και να αναλύσει – επεξηγήσει στον υποψήφιο λήπτη της ασφάλισης -γραμμή προς γραμμή και λέξη προς λέξη- τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, να έχει τη γνώση και την εμπειρία να εξηγήσει, με απόλυτη σαφήνεια, τις ιδιομορφίες της ασφαλιστικής σύμβασης και να του κάνει απολύτως κατανοητές τις συνέπειες των όρων της, ώστε ο υποψήφιος ασφαλισμένος να έχει πλήρη και άριστη γνώση τόσο του περιεχομένου της όσο και των εξαιρέσεων ή τυχόν δυσνόητων σημείων της.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και υπό αυτή την -όχι απλώς ουσιώδη αλλά απαρέγκλιτη- προϋπόθεση, η ασφαλιστική σύμβαση καθίσταται «κρυστάλλινης διαύγειας» και τα «ψιλά γράμματα» γίνονται ορατά και κατανοητά στον ασφαλισμένο, ώστε να θεωρήσει ότι δεν υφίστανται.
Δημήτρης Κωνσταντίνου
δικηγόρος